- κυβέλης
- κυβέληfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυβέλης — Κύβελα fem gen sg (attic epic ionic) Κυβέλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek
Μεγαλήσια — Γιορτή της αρχαιότητας προς τιμήν της Μεγάλης θεάς Κυβέλης. Ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία, από όπου και διαδόθηκε στη Ρώμη περί το 204 π.Χ. Διαρκούσε από τις 4 έως τις 10 Απριλίου και περιλάμβανε τόσο αγώνες ιπποδρομιών όσο και σκηνικές παραστάσεις… … Dictionary of Greek
μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πειραιά — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1966 (Χαριλάου Τρικούπη 31). Ανακαινίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συλλογή κεραμικής και μικροαντικειμένων το 1998, την ίδια χρονιά που τελείωσε και η αναστήλωση του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
Κυβέλεια — I Αρχαία μικρή πόλη της Ιωνίας στη Μικρά Ασία. Βρισκόταν στη χερσόνησο της Ερυθραίας, μεταξύ του όρους Μίμαντος και του ακρωτηρίου Μέλαινα. Η ονομασία της πόλης οφείλεται πιθανότατα στη λατρεία της μεγάλης θεάς Κυβέλης, καθώς υπήρχε εκεί ιερό. II … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… … Dictionary of Greek
μητρωάζω — μητρῳάζω (Α) τελώ τα μυστήρια τής μητέρας τών θεών Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής μητέρας τών θεών Κυβέλης» (βλ. λ. μητρώος) + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
μητρωακός — μητρῳακός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής Κυβέλης» + κατάλ. ακός] … Dictionary of Greek